Χορηγίες - Ορισμοί



Αν ανατρέξει κανείς στο λεξικό, αναζητώντας το λήμμα “χορηγία”, οι ερμηνείες που θα βρει είναι οι παρακάτω:

Χορηγία (η) [αρχ.] {χορηγιών}
  1. ΙΣΤ. Μία από τις λειτουργίες στην Αρχαία Αθήνα. Η υποχρέωση πλούσιου πολίτη να καταβάλει τα έξοδα του χορού για το ανέβασμα δράματος στην γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων.
  2. η καταβολή χρημάτων για να πραγματοποιηθεί έργο κοινής ωφελείας: π.χ. το έργο ολοκληρώθηκε με τη χορηγία της αρχιεπισκοπής ΣΥΝ προσφορά, χορήγηση
  3. η προσφορά χρημάτων για την πραγματοποίηση ενός σκοπού με ουσιαστικό στόχο τη διαφήμιση και προβολή αυτού που προσφέρει τα χρήματα: π.χ. η εκπομπή πραγματοποιείται με την ευγενική χορηγία ~γνωστής τράπεζας.
  4. (συνεκδ.) το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται στις παραπάνω περιπτώσεις ΣΥΝ. Χορήγημα.
  5. ΣΤΡΑΤ. Η προώθηση βλημάτων προς πυροβόλο ή ρουκετών προς εκτοξευτήρα  (Μπαμπινιώτης, 2005)
Η λέξη χορηγία αλλά και η πρακτική ως γεγονός στο οποίο αναφέρεται, χάνεται στα βάθη του χρόνου της ελληνικής ιστορίας. Γίνεται επίσης φανερό από τις παραπάνω διαφορετικές ερμηνείες, ότι στο πέρασμα του χρόνου μαζί με την δομή και τις ανάγκες της κοινωνίας άλλαξε και ο χορηγικός θεσμός, αφήνοντας μας ωστόσο την χορηγία ως πρακτική και στα σημερινά χρόνια, με άλλους βέβαια στόχους και σκοπούς. Σε κάθε περίπτωση πάντως η λέξη από τα βάθη της ιστορίας ως και σήμερα, στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, αναφέρεται στην μεταφορά πόρων – κυρίως με την μορφή χρήματος – από ένα πρόσωπο (φυσικό παλιότερα, νομικό σήμερα – ο χορηγός) με σκοπό την υλοποίηση έργων κοινωνικού ενδιαφέροντος. Το αντιστάθμισμα, δηλαδή το τελικό κέρδος για τον χορηγό ήταν και είναι η καλή φήμη στην κοινωνία στην οποία δραστηριοποιείται.

Χορηγός (ο/η)

  1. ΙΣΤ. Πρόσωπο που κατέβαλε τα έξοδα του χορού για το ανέβασμα δράματος στην αρχαία Αθήνα.
  2. πρόσωπο που καταβάλλει τα έξοδα για την πραγματοποίηση έργου κοινωνικής ωφελείας
  3. (γενικοτ.) αυτός που καλύπτει τα έξοδα για την πραγματοποίηση συγκεκριμένου σκοπού (καλλιτεχνικού, αθλητικού κ.ά.) έχοντας ταυτόχρονα ως στόχο του την προβολή ή τη διαφήμιση του
  4. αυτός που παρέχει βοήθεια, που προσφέρει κάτι καλό. (χαράς / ζωής) (Μπαμπινιώτης, 2005)

Βιβλιογραφία  


Μπαμπινιώτης Γ.; (2005); Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας; Αθήνα

Δεν υπάρχουν σχόλια: